ἀργυρώματα

ἀργυρώματα
ἀργύρωμα
silver plate
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τἀργυρώματ' — ἀργυρώματα , ἀργύρωμα silver plate neut nom/voc/acc pl ἀργυρώματι , ἀργύρωμα silver plate neut dat sg ἀργυρώματε , ἀργύρωμα silver plate neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀργυρώματα — ἀργυρώματα , ἀργύρωμα silver plate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρώματ' — ἀργυρώματα , ἀργύρωμα silver plate neut nom/voc/acc pl ἀργυρώματι , ἀργύρωμα silver plate neut dat sg ἀργυρώματε , ἀργύρωμα silver plate neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ …   Dictionary of Greek

  • ρίσκος — ὁ, Α 1. κιβώτιο, θήκη («ῥίσκος ὁ τά ἀργυρώματα έχων καὶ τὸ πρόχειρον ἀργύριον», Φώτ.) 2. μπαούλο ταξιδιού, ιματιοθήκη («ῥίσκον χωροῡντα ὅσον στολὰς δέκα», πάπ.) 3. σαρκοφάγος 4. (κατά τον Ησύχ.) «ῥίσκοι εἶδός τι μυιῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ.… …   Dictionary of Greek

  • σκεύασμα — ατος, το ΝΑ [σκευάζω] σύνθεμα φαρμακευτικών ουσιών που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική νεοελλ. φρ. «βιταμινούχο σκεύασμα» σκεύασμα που περιέχει βιταμίνες μσν. ιατρική συνταγή αρχ. 1. παρασκευή, ετοιμασία φαγητού 2. στον πληθ. τὰ σκευάσματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”